Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπροσλαμβάνω [anaprozlamváno] aor αναπροσέλαβα, pass αναπροσλαμβάνομαι (L)
- reemploy, hire back or again, reengage:
- ~ υπηρέτη |
- τον αναπροσέλαβαν ως ιδιωτικό διδάσκαλο
[fr kath, cpd of ανα- & προσλαμβάνω]
- reemploy, hire back or again, reengage: