Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπροσαρμόζω [anaprosarmózo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω κτ. και το προσαρμόζω στο ευρύτερο σύνολο, στο οποίο αυτό ανήκει: ~ τους μισθούς / τα ημερομίσθια.
[λόγ. ανα- προσαρμόζω μτφρδ. γαλλ. réajuster]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπροσαρμόζω [anaprosarmózo] aor αναπροσάρμοσα (subj αναπροσαρμόσω), pass αναπροσαρμόζομαι, αναπροσαρμόσθηκα & αναπροσαρμόστηκα (subj αναπροσαρμοσθώ & αναπροσαρμοστώ), ppp αναπροσαρμοσμένος (L)
- readapt, readjust:
- η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να αναπροσαρμοστεί το ταχύτερο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να τεθεί τέρμα στον πληθωρισμό (Angelop) |
- πρέπει να αναπροσαρμοσθεί ο φόρος εισοδήματος σε όλες τις κατηγορίες (id.) |
- το ύψος των συντάξεων αναπροσαρμόζεται τιμαριθμικά |
- η Γαλλία πειραματίζεται συνεχώς και αναπροσαρμόζει διαρκώς το πρόγραμμά της |
- πολλοί οργανισμοί αχρηστεύονται, επειδή δεν μπορούν ν' αναπροσαρμοστούν (Papanoutsos) |
- οφείλουμε σε κάθε στιγμή να είμαστε έτοιμοι |
- να αναπροσαρμόζουμε την γραμμή μας προς τις νέες πραγματικότητες (Dimaras) |
- ο άνθρωπος έχει τη δύναμη ν' αναπροσαρμόζει το περιβάλλον προς τις ανάγκες του και μάλιστα αξιοθαύμαστα (Theodorakop) |
- σ' όλες τις πολιτισμένες χώρες αναπροσαρμόζονται τα εκπαιδευτικά πράματα στις απαιτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας (Theotokas, adapted) |
- θεσμοί του οικογενειακού δικαίου θα αναπροσαρμοσθούν πάνω στο περί ισότητας των δύο φύλων άρθρο του συντάγματος
[fr kath αναπροσαρμόζω, neol, cpd of ανα- & προσαρμόζω]
- readapt, readjust: