Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπροσανατολίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπροσανατολίζω [anaprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) κάνω αναπροσανατολισμό.

[λόγ. ανα- προσανατολίζω μτφρδ. αγγλ. reorient]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες