Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναποδιάζω [anapoδjázo] Ρ2.1α μππ. αναποδιασμένος : (οικ.) είμαι ή γίνομαι άνθρωπος ανάποδος, με κακό χαρακτήρα, κακή διάθεση ή συμπεριφορά: Όσο γερνάει / πάει τόσο αναποδιάζει. Aναπόδιασε στα καλά καθούμενα. Aναποδιασμένος άνθρωπος, με κακή διάθεση ή συμπεριφορά. Προσοχή, γιατί πολύ αναποδιασμένο το βλέπω σήμερα το αφεντικό. Aναποδιάζει κτ., δεν πάει καλά, δε γίνεται όπως πρέπει.
[ανάποδ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναποδιάζω [anapo∂jázo] mi αναποδιάζομαι region.
- ① bring obstacles, impede:
- μας αναποδιάζει |
- μας αναπόδιασες τη δουλειά (Dimitrakos)
- ② act. & mi become ill-natured, display bad manners (syn γίνομαι δύστροπος, φέρομαι σκαιώς):
- όσο πάει κι αναποδιάζει |
- μην αναποδιάζεις έτσι
- ③ grow thin and weakly, sickly (syn γίνομαι καχεκτικός):
- αναπόδιασε από την αρρώστια, την ελονοσία |
- κάτι έχει το ζο κι αναποδιάζει
[fr LMG αναποδιάζω (Somavera), der of LMG αναποδία]
- ① bring obstacles, impede: