Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπλωρίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναπλωρίζω [anaplorízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ., για πλοίο, βάρκα κτλ.) κινούμαι έχοντας την πλώρη μου αντίθετα στον άνεμο ή στο θαλάσσιο ρεύμα: Aναπλωρίζει το καράβι / η βάρκα. Ο καπετάνιος αναπλωρίζει το καΐκι.

[ανάπλωρ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αναπλωρίζω.
  • Kατευθύνω το πλοίο προς ορισμένη κατεύθυνση:
    • αναπλωρίζουνε τα κάτεργα και ρίχτου λουμπάρδες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 40821).

[<πρόθ. ανά + πλωρίζω. H λ. στο Somav. (πλο‑) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναπλωρίζω [anaplorízo] ipf αναπλώριζα, aor αναπλώρισα & ανεπλώρισα, subj αναπλωρίσω
  • ① naut to head into the wind (syn πλέω ανάπλωρα or τραβέρσο, απάνω στον καιρό):
    • ο καπετάνιος ανεπλώρισε το καΐκι |
    • poem κι αναπλωρίζοντας αρμένιζε το χάρβαλο καράβι (Kazantz Od 5.286)
  • ⓐ swing at anchor
  • ⓑ intr be turned in the wind's direction, of an anchored boat:
    • το καράβι αναπλώρισε, δεν αναπλωρίζει από το ρέμα
  • ② fig go back, turn back:
    • από το Bερολίνο ίσαμε την Aθήνα ο ποιητής αναπλώριζε το χρόνο του τουλάχιστο κατά πενήντα έτη (Prevelakis) |
    • ποιος θα τολμούσε ν' αρνηθεί την επιβίωση των αιώνων 16ου, 17ου και 18ου .. όπως και αναπλωρίζοντας λίγο μακρύτερα την επιβίωση του Bυζαντίου; (Terzakis) |
    • ανάγκη να μπορείς ν' αναπλωρίσεις από το αιτιατό στο αίτιο (id.)

[fr MG (and Somavera) αναπλωρίζω, der of MG, ModG ανάπλωρα (q.v.) or directly fr αναπρωρίζω (also αναπρωρώ), as listed in lexica (Koumanoudis etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες