Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπλάθω [anapláθo] -ομαι Ρ αόρ. ανέπλασα, απαρέμφ. αναπλάσει, παθ. αόρ. αναπλάστηκα, απαρέμφ. αναπλαστεί, μππ. αναπλασμένος : αλλάζω κπ. ή κτ. με στόχο να γίνει καλύτερος: ~ ηθικά / πνευματικά κπ. Ο χριστιανισμός ανέπλασε τα ήθη και γενικά τη ζωή της ανθρωπότητας. || H συνείδηση αναπλάθει τα αισθήματα, τις παραστάσεις και τα συναισθήματα, τα δημιουργεί με τη βοήθεια της μνήμης.
[λόγ. < αρχ. ἀναπλάσσω `ξανασχηματίζω΄ μεταπλ. κατά το πλάσσω > πλάθω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπλάθω [anapláθo] aor ανάπλασα, subj αναπλάσω, pf έχω αναπλάσει, mediop αναπλάθομαι
- ① reshape, remodel, transform (syn αναμορφώνω,:
- αναπλάσαμε τον κόσμο |
- ο κόσμος αναπλάθεται |
- ο Όμηρος αναπλάθει τον κόσμο ολόκληρο (Kakridis) |
- μπροστά στο Nιαγάρα είδα πως ο άνθρωπος αναπλάθει τη φύση με τα έργα του (Karantonis) |
- ο λαός πλάθει κι αναπλάθει τη γλώσσα του |
- μεταφέρει, αναπλάθει στίχους του στα γερμανικά |
- η ποίηση αναπλάθει την ιστορία |
- ο Pήγας ανάπλασε ξένα έργα σε γλώσσα απλή και ζωντανή |
- ο Παλαμάς μας αναπλάθει το ιδεολογικό κλίμα που σ' αυτό μέσα κινήθηκε .. στα παιδικά του χρόνια (Chourmouzios, adapted) |
- ο καλλιτέχνης (ηθοποιός) εμφυχώνει και αναπλάθει τον κάθε χαρακτήρα ή τύπο (Thrylos) |
- την Eλλάδα τελικά οι νέοι θα την αναπλάσουν και θα την διοικήσουν (Angelop)
- ② fig call to mind, reminisce, retrace (syn αναλογίζομαι, αναπολώ):
- ~ την εικόνα, την ιστορία κάποιου, το παρελθόν (τα περασμένα), τον αρχαίο μύθο, τη ζωή του μεσαίωνα |
- με το νου μου ~ τη σκηνή |
- ένας διευθυντής ορχήστρας αναπλάθει εύκολα από μνήμης την παρτιτούρα του (Mourelos) |
- ο δραματουργός έχει αναπλάσει το δικό του κόσμο με τη φαντασία του |
- είναι σχεδόν αδύνατο σε μας σήμερα ν' αναπλάσουμε με τη φαντασία μας τα κλασικά και ανθρωπιστικά στοιχεία (Theodorakop) poem μοναχομίλαε ο πολυπλάνητος κι ανάπλαθε στο νου του | παλιές ελπίδες και μελλούμενες .. (Kazantz Od 20.643)
[instead of αναπλάσσω on anal. of the form αναπλάσω (aor subj) as simplex πλάθω in place of πλάσσω by anal. of verbs as έκλωσα]
- ① reshape, remodel, transform (syn αναμορφώνω,: