Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπιάνω [anapjáno] aor ανάπιασα, subj αναπιάσω
- ① knead the mass of flour and water combined w. yeast:
- ~ το προζύμι |
- ανάπιασαν το προζύμι για τα ψωμιά του γάμου (Vlami) |
- phr αναπιάνουν προζύμι (or τα προζύμια) they start matchmaking negotiations (Pelop) |
- ανάπιασε αποβραδύς το προζύμι, το πρωί ζύμωσε το κρίθινο αλεύρι (Prevelakis) |
- poem και πήρε το στρατί, την τσούρμα του προζύμι ν' αναπιάσει (Kazantz Od 16.411)
- ⓐ form, shape (loaves of bread from the ready dough) (syn πλάθω):
- ~ το ψωμί
- ② start (sth):
- ανάπιασέ μου μια ταντέλα |
- poem .. η ράχη | του σάπιου τοίχου ανάπιασε με τον αγέρα μάχη (Panagiotop)
- ③ catch:
- poem σα νύφη που το σπόρο ανάπιασε, την πήραν τα βλαψίδια (Kazantz Od 19.732) |
- αγκάλια αγκάλια πάλε ανάπιασαν, γοργό χορό κινήσαν (ib 20.1177)
- ⓑ intr:
- poem καινούργιους πια γοφούς να κάμει η γης και ν' αναπιάσει ο σπόρος (ib 13.107)
[fr LMG αναπιάνω (GerVlachos), cpd of ανα- & πιάνω; better fr K *ἀναπιάζω ← AG, K ἀναπιέζω (cf πιάνω fr πιάζω ← πιέζω)]
- ① knead the mass of flour and water combined w. yeast: