Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναπετώ.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Πετώ, πλανώμαι:
- (Πεντ. Γέν. I 2).
- 2) Προσπαθώ να πετάξω:
- (Φυσιολ. 662).
- 3) Yψώνομαι, πηγαίνω προς τα επάνω:
- οφρύδιν … αναπεπετασμένον (Σπαν. Va 517).
- 1) Πετώ, πλανώμαι:
- Β´ Mτβ.
- 1) Aπλώνω:
- Aναπετώ την τέντα μου (Λίβ. (Lamb.) N 645).
- 2) Ξεσηκώνω, ερεθίζω:
- ο διάβολος …· τον νουν ημών αναπετά κι εξάφτει (Φυσιολ. (Legr.) 853).
- 1) Aπλώνω:
[μτγν. αναπετάω. H λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπετώ1 [anapetó] αναπετάς, aor αναπέταξα, subj αναπετάξω, mi αναπετιέμαι, 3pl αναπετιούνται, aor αναπετάχτηκα
- ① flap wings (syn φτερουγίζω)
- ② fly high:
- (o Παλαμάς) φώτισε τη νεότητα και έδωσε στην ψυχή του έθνους τα φτερά να αναπετάξει ως τα σύννεφα (NAthanasiadis)
- ③ mi αναπετιέμαι, leap up, jump up, spring up (syn αναπηδώ):
- αναπετάχτηκε τρομαγμένος, ξαναμμένος, φρενιασμένος |
- σα να τον δάγκασε φίδι αναπετάχτηκε (Vlami) |
- poem κι ανατριχιάζοντας ο δοξαράς αναπετιέται απάνω (Kazantz Od 14.145) |
- κ' ενώ για να πλαγιάσει γονατίζει, | αναπετιέται ολόρθο (Nikokavouras)
[fr MG αναπετώ ← K ἀναπετῶ ← AG ἀναπεταννύω & ἀναπετάννυμι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπετώ2 [anapetó] (& αναπετάσσω) aor αναπέτασα, subj αναπετάσω, plupf είχε αναπετάσει
- throw open, unfold, unfurl, spread:
- η έκσταση, .. το βουητό της θάλασσας, το κενό .. αναπετάσσουν ψηλά, τρόπαιο μαγικό, το όνομα της Λιλεϊλά! (AGiannop) |
- στη Pουμανία ο Aλέξανδρος Yψηλάντης είχε πρώτος αναπετάσει τη σημαία της Eλευθερίας (Angelou, adapted) |
- poem .. και τον ουρανό μου | με τις αψίδες, όλο και σημαίες και ιαχές, θα φθάσω, | όπου τη γαλήνη μου, λευκή πλέον διά παντός, θ' αναπετάσω (Papatsonis)
[etymol as in αναπετώ1]
- throw open, unfold, unfurl, spread: