Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναξιοπαθώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπαθώ [anaksiopaθó] Ρ10.9α : δυστυχώ, υποφέρω άδικα, κυρίως από οικονομική άποψη· είμαι αναξιοπαθής.

[λόγ. < ελνστ. ἀναξιοπαθῶ `αγανακτώ για κακή μεταχείριση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπαθώ [anaksiοpaθó] ipf 3sg αναξιοπαθούσα (L)
  • suffer undeservedly:
    • "φιλέλληνες" ποιητές .. που είχαν αισθανθεί την συμπόνια και την ανάγκη να συμπαρασταθούν σ' ένα λαό σύγχρονό τους που αναξιοπαθούσε (Papatsonis)

[fr K, AG ἀναξιοπαθῶ (-έω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναξιοπαθών -ούσα -ούν [anaksiopaθón] Ε12β : (λόγ.) που αναξιοπαθεί: Mια αναξιοπαθούσα οικογένεια. || (ως ουσ.): Συμπαράσταση στους αναξιοπαθούντες.

[λόγ. μεε. του αναξιοπαθώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναξιοπαθών, -ούσα, -ούν [anaksiοpaθón] gen αναξιοπαθούντος (L)
  • suffering undeservedly, unmeritedly (syn αναξιοπαθής):
    • αναξιοπαθούντες βετεράνοι του στρατού |
    • αναξιοπαθούντα προσφυγόπαιδα της Kύπρου |
    • αναξιοπαθούσες παλιές αθηναϊκές οικογένειες |
    • η πατριωτική άμιλλα .. αποβλέπει στην εξασφάλιση κάποιας "αρωγής" για έναν "αναξιοπαθούντα" .. ομογενή λόγιο (Vranousis)

[fr kath αναξιοπαθών, prp of kath αναξιοπαθώ, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες