Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναντρανίζω [anadranízo] (& αναντρανώ & ανανδρανώ) 3sg αναντρανίζει, αναντρανάει, ανανδρανίζει, 3pl αναντρανιούν, aor αναντράνισα, subj αναντρανίσω
- ① raise one's eyes (syn σηκώνω τα μάτια):
- folks. και ξυπνά κι αναντρανίζει | με το γέλιο με ξανοίγει |
- απόντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ, λιγνέ μου κρίνε, | δεν αναντράνισα να ιδώ, είναι ντουνιάς; δεν είναι; |
- poem κι αυτός τη χέρα απλώνει αμίλητος, τις φούχτες της γιομώνει | μ' ένα πρωτόλατο, τρανό πολύ σαν το παιδί, σταφύλι· γεύεται αρπαχτά του σταφυλιού τις ρώγες (Kazantz Od 5.867)
- ② look at, gaze at (on, upon), stare at (syn προσβλέπω):
- όλος ο κόσμος εις εσάς ανανδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου (Vacalop) |
- τότες ο Διάβολος αναντράνισε τον Άνθρωπο θαρρετά και του είπε |
- ένας πεινασμένος, καταντάει λύκος (NNikolaidis) |
- poem .. κ' εκείνη αναντρανίζοντας το ταίρι της χαιρόταν (Homer Od 23.239 Kaz-Kakr)
- ③ fig take heart or courage, revive, rally (syn in ανανήφω):
- poem ας γείρουμε στη ρίζα μιας ελιάς, και μάρανέ με η πύρα· | να ψυχοφάμε μια μπουκιά ψωμί ν' αναντρανίσει η σάρκα (Kazantz. Od 4.196) |
- στίχε, της Λευτεριάς φλογάτο στόμα, σύρε φωνή, ο κιοτής ν' αναντρανίσει! (id.)
[fr LMG (Somavera) αναντρανίζω ← MG ανεντρανίζω, cpd οf αν- & MG (& Pontic dial) εντρανίζω, this latter der of MG εντρανής 'lively, strong']
- ① raise one's eyes (syn σηκώνω τα μάτια):