Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανανήφω [ananífo] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. ανένηψα, απαρέμφ. ανανήψει : 1.(λόγ.) αποκηρύσσω ιδεολογικές ή θρησκευτικές πλάνες και ακολουθώ πάλι την ορθή κατεύθυνση: Στελέχη του κόμματος που ανένηψαν και επανήλθαν στην παράταξη. 2. (ιατρ.) συνέρχομαι από νάρκωση ή από κώμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνανήφω `ξαναγίνομαι νηφάλιος ύστερα από μεθύσι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανανήφω.
-
- Έρχομαι στη συναίσθηση του εαυτού μου:
- ανανήψας εκ του κάρους της μέθης (Δούκ. 1255).
[αρχ. ανανήφω. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Έρχομαι στη συναίσθηση του εαυτού μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανανήφω [ananífo] aor ανένηψα, subj ανανήψω, (L)
- ① recover, come round (from intoxication, drowsiness etc), sober up (from intoxication) (syn συνέρχομαι):
- ανένηψε εκ του ληθάργου
- ② fig sober (down), open one's eyes, come to one's senses:
- υπήρξα οπαδός του απομονωτισμού αλλά ανένηψα |
- ο τάδε ανένηψε και άφησε το κόμμα του και ήρθε σε μας |
- δεν θέλω να ανανήψω .. και δεν αποκηρύσσω τίποτα (AKotzias) |
- όταν θα πάω .. θα πουν πως ανάνηψα, πως ήρθα στα συγκαλά μου (MPStavrou) |
- καθώς ανανήφει κανείς, βλέπει .. τι κακούς συμβουλάτορες που διάλεξε (Papatsonis)
[fr MG ανανήφω 'come to one's senses' ← K, PatrG ← AG ἀνανήφω]
- ① recover, come round (from intoxication, drowsiness etc), sober up (from intoxication) (syn συνέρχομαι):