Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναμισθώνω [anamisθóno] -ομαι Ρ1 : (νομ.) ανανεώνω τη μίσθωση ενός ακινήτου.
[λόγ. ενεργ. αναμισθ(ώ) -ώνω < ελνστ. ἀναμισθοῦμαι κατά το μισθ(ώ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναμισθώνω [anamisθóno] (& αναμισθώ) pass αναμισθώνομαι (L) law
- ① renew a lease
- ② rent, let again (syn D ξανανοικιάζω)
[fr kath ← K, AG ἀναμισθῶ (-όω)]