Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμαλλιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναμαλλιάζω [anamalázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1. ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου, τον ξεχτενίζω εντελώς· ξεμαλλιάζω2: Bγήκε έξω αναμαλλιασμένη, με το νυχτικό. Aναμαλλιάστηκα από το δυνατό αέρα / με αναμάλλιασε ο αέρας. 2. (για νήμα ή για ύφασμα) βγάζω χνούδι, χνουδιάζω: Tα μάλλινα πλεχτά αναμαλλιάζουν εύκολα.

[αναμαλλ(ιάρης) -ιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναμαλλιάζω [anamaljázo] (& region. ανεμαλλιάζω) ipf αναμάλλιαζα, aor αναμάλλιασα, pass αναμαλλιάζομαι, aor αναμαλλιάστηκα
  • ① dishevel, tousle, rumple (ruffle) the hair of s.o.:
    • ο αέρας την αναμάλλιασε |
    • αναμαλλιάστηκε η μικρή και τα μάτια της γιόμισαν περισσότερη έκφραση φόβου (Plaskovitis) |
    • ο απονύχτερος άνεμος έχωνε τ' άσαρκα δάκτυλά του στις κόμες των δέντρων, τ' αναμάλλιαζε (Terzakis)
  • ② give off fluff or fuzz (of material), to lint:
    • το ύφασμα αναμαλλιάζει (Dimitrakos) |
    • poem .. προυκοκάμουσες κοπέλες στον ανθό τους | που κατεβαίνουν στο νερόμυλο, στελιώνουν τα μαντάνια | κι αναμαλλιάζουν, ψένουν τα σκουτιά και χαχαρίζει ο λόγγος (Kazantz Od 3.705)

[der of ανάμαλλος w. suff -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες