Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναμέλπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναμέλπω [anamélpo] aor ανέμελψα (L)
  • chant, sing:
    • (ιστορικοί και ποιητές) ανέμελψαν ωδές πολυύμνητες στην ασύγκριτη ομορφιά της Σμύρνης (EIR Taxidia) |
    • poem προσευχή της οδύνης αναμέλπουν τα πικρά χείλη απόψε (Tutuntzakis)

[fr MG (pap, 12th c. AD) αναμέλπω ← K, PatrG ← AG ἀναμέλπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες