Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναλιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναλιώνω [analjóno] aor ανάλιωσα (3pl also αναλιώσαν), subj αναλιώσω = αναλιγώνω 1
:
  • τα κεριά αναλιώνουν και κάνουν σταλαχτίτες |
  • το Παρίσι (είναι) μια χοάνη όπου ρίχνονται κι αναλιώνουν και μετασχηματίζονται τα στοιχεία του παρόντος (Ouranis) |
  • poem το πηχτόν αίμα οπού χυθεί, | αναλιώνοντας αργά, | βάφει το ρυάκι ολάκερο μακρύτερα από μίλι (Sikel)

[fr MG *αναλειώνω ← LK ἀναλειῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες