Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακυκλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακυκλώνω [anakiklóno] -ομαι Ρ1 : 1.(λόγ.) επαναφέρω κτ. στο ίδιο σημείο ύστερα από κυκλική πορεία. 2. (τεχν.) κάνω ανακύκλωση: Aνακυκλωμένο χαρτί, που έγινε από χρησιμοποιημένα και άχρηστα χαρτιά.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακυκλ(ῶ) -ώνω `επιστρέφω σε κύκλο΄ (αρχ. ἀνακυκλέω) σημδ. αγγλ. recycle]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακυκλώνω [anaciklóno] aor ανακύκλωσα, mediop ανακυκλώνομαι
  • ① trans turn, turn over, revolve, roll:
    • ανακύκλωνε .. σε όσους αιώνες αντέχεις την πορεία του ανθρώπου (Kazantz) |
    • ~ στη μνήμη μου ό,τι είδα |
    • πίκρες .. χαρές .. (id.) |
    • κ' εγώ ανακύκλωνα στο νου μου τη σιγανή κρυστάλλωση του σαιξπηρικού θρύλου (id.) |
    • poem όλη τη στράτα του ανακύκλωσε κι ό,τι λαχτάραε εκράταε (Kazantz Od 14.1093) |
    • κι όπως ανακυκλώναμε το ρεύμα τους, μας έσερναν κατά βάθος κλ (Vrettakos)
  • ② intr revolve, whirl:
    • poem και στην αγκαλιά σου | κόσμοι ανακυκλώνουν | οι πλανήτες (Xydis)
  • ③ mi ανακυκλώνομαι, reappear, reflect:
    • το πρωί λαμπρό ουρανοδόξαρο που ανακυκλώνουνταν στα νερά της λίμνης (Kazantz) |
    • υπάρχουν οι άνθρωποι που εξακολουθούν να δημιουργούν, υπάρχουν τα προβλήματα που ανακυκλώνονται αλλά δεν αλλάζουν, υπάρχει με μια λέξη το θέατρο (Athanasiadis-N)

[fr PatrG ἀνακυκλῶ (-όω) (4th c.) 'repeat']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες