Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακρεμώ [anakremó] ανακρεμάς, aor ανακρέμασα, subj ανακρεμάσω, mediop ανακρεμάμαι, ανακρεμιέμαι (& ανακρεμιούμαι), prp ανακρεμάμενος, aor ανακρεμάστηκα, ppp ανακρεμασμένος
- Ⓐ trans
- ① hang (up) (syn κρεμώ):
- ανακρέμασε στην πλάτη του τη .. βούργια (Kazantz) |
- poem το καταχόρταστο ανακρέμασε δοξάρι του ο Δυσσέας (Kazantz Od 1.75) |
- .. και το αραπόπουλό του | στο μεσιακό κατάρτι ανακρεμάει, του κάτω κόσμου σκιάχτρο (ib 24.1369)
- ⓐ leave (sth) in air, suspend (syn διακόπτω, σταματώ):
- poem μα ας μην ανακρεμούμε τις δουλειές, ο γήλιος πια ψηλώνει (ib 7.1231)
- ② hang (for decoration):
- folks. ανακρέμασε κουδούνια στης μούλας το γιουλάρι (the last word 'bridle', καπίστρι) (Dimitrakos)
- Ⓑ intr, mediop
- ③ (appear to) hang high:
- ένας ήλιος φαλακρός ανακρεμάστηκε στον παράξενο τούτον ουρανό (Kazantz) |
- poem μες σε μεγάλη καταχνιά θλιφτός ανακρεμάται ο γήλιος (Kazantz Od 22.221) |
- το πόδι ανακρεμάστη στρουφιχτό .. she held one paw curved high .. (ib 20.689)
- ④ fig hang:
- poem κι αχνά απ' το νυχτοδέντρι κόπηκε κι ανακρεμάστη ο γύπνος (ib 17.421) |
- .. τα δίβουλά του μάτια | πολλή ώρα βυθομέτραε αμίλητος κι ανακρεμάται ο νους του (ib 10.582)
[fr MG ανακρεμάζω, ανακρεμώ, ανακρέμαμαι; cf K κρεμάζω & κρέμαμαι (OT) ← K, AG ἀνακρεμάννυμι]