Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακλαδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακλαδίζω [anakla∂ízo] (Crete [Kazantz, Prevelakis]) common mi
  • ανακλαδίζομαι, ipf ανακλαδιζόταν(ε), aor ανακλαδίστηκα, 3sg ανακλαδίστηκε, ανακλαδίσθηκε & (Sikel) ανακλαδίστη, subj ανακλαδιστώ, ppp ανακλαδισμένος
  • ① mi ανακλαδίζομαι extend one's limbs, stretch (out) (syn τεντώνω χέρια και πόδια, τεντώνομαι):
    • αγουροξυπνημένα ζώα είναι έτοιμα ν' ανακλαδιστούν για να ξεμουδιάσουνε (Fteris) |
    • όλο ανακλαδιζόταν, έκανε εισπνοές (Terzakis) |
    • ανακλαδίστηκε τεντώνοντας τα μπράτσα (Myriv) |
    • κάθε πρωί ανακλαδιζόταν μ' αναγάλλια στο κρεβάτι του (Panagiotop) |
    • ο ηγούμενος ανακλαδίζεται, τα χέρια του καθώς τ' απλώνει μοιάζουν υπερβολικά μεγάλα, πάνε κατά τον ουρανό (Plaskovitis) |
    • poem η γης ξυπνάει κι ανακλαδίζεται, τα στήθια της σαλεύουν (Kazantz Od 14.179) |
    • τ' άνεργα μπράτσα ανακλαδίζουνται, τα μάτια σπαρταρούνε (ib 604) |
    • ζευγάρι ανακλαδίζονταν στη ρίζα κουρνιασμένο (Athanas)
  • ② act. extend, stretch out (syn τεντώνω):
    • μερικοί καθόντανε σ' ένα πεζούλι, άλλος τρίβοντας τα καλάμια των ποδιών του, άλλος ανακλαδίζοντας το κορμί του να το ξεμουδιάσει (Prevelakis) |
    • poem ζώστη αδραχτά αδραχτά τη ζώνη της, με βιάση ανακλαδίζει (Kazantz Od 6.541)

[cpd w. κλαδίζω; cf syn dial ανακλαρίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες