Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακατατάσσω [anakatatáso] -ομαι Ρ (βλ. κατατάσσω) : 1.κατατάσσω, τακτοποιώ κτ. ξανά, με βάση καινούριες αρχές ή νεότερα στοιχεία: Aνακατέταξα το αρχείο μου / το υλικό μου. 2. (παθ.) κατατάσσομαι ξανά στο στρατό, εθελοντικά.
[λόγ. ανα- κατατάσσω, μτφρδ.: 1: γαλλ. rarrenger· 2: γαλλ. rangager]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατατάσσω [anakatatáso] subj ανακατατάξω, pass ανακατατάσσομαι, subj ανακαταταχτώ (L)
- rearrange (syn ταξινομώ εκνέου) reorder, reorganize:
- ~ τις εντυπώσεις μου, τις αξίες, τους παράγοντες |
- ~ τα προβλήματα της ζωής μου |
- ν' ανακατατάξουμε τα πράγματα στην αληθινή τους θέση (Papanoutsos) |
- τα πράγματα του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου ανακατατάσσονται αξιολογικώς (Theodorakop)
- ⓐ gramm change the position of, rearrange:
- ~ τους συντακτικούς όρους της προτάσεως |
- η φράση .. μπορεί να ανακαταταχτεί (Kakridis)
[fr kath ανακατατάσσω (Koumanoudis) cpd of ανα- & MG κατατάσσω ← PatrG ← AG]
- rearrange (syn ταξινομώ εκνέου) reorder, reorganize: