Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακάμπτω [anakámpto] Ρ αόρ. ανέκαμψα, απαρέμφ. ανακάμψει : για φαινόμενο, διαδικασία που ακολουθεί ξανά ανοδική πορεία, ύστερα από μια περίοδο κάμψης, ύφεσης: H οικονομία έχει αρχίσει να ανακάμπτει. || Tα νέα μέτρα θα ανακάμψουν την οικονομία.
[λόγ. < αρχ. ἀνακάμπτω `σκύβω προς τα πίσω, επιστρέφω΄]