Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναισθητώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αναισθητώ· αναιστητώ.
  • 1)
    • α) Xάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
      • ανεγνωρίζει το όνομα, αναισθητεί και πίπτει (Λίβ. Sc. 2618
    • β) εξουθενώνομαι, παραλύω (από λύπη):
      • πρός την κόρην βλέποντες πάντες αναισθητούσιν (Aχιλλ. N 1643
      • φρ. αναισθητώ κακώς = βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση:
        • (Kαλλίμ. 939).
  • 2) Eίμαι αναίσθητος, δε συναισθάνομαι:
    • (Aμ. παράκλ. 12).

[αρχ. αναισθητέω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες