Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθυμώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναθυμώ.
  • Θυμίζω:
    • κανίσκι αναθύμημα, αναθυμάει κρίμα (Πεντ. Aρ. V 15).

[<αόρ. του αναθυμίζω. Τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αναθυμώνομαι.
  • Oργίζομαι, θυμώνω:
    • (Πόλ. Tρωάδ. 7052 κριτ. υπ).

[<πρόθ. ανά + θυμώνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες