Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθυμούμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναθυμούμαι.
  • 1) Θυμούμαι, ξαναφέρνω στο νου μου:
    • να το απολησμονήσετε, να μη το αναθυμάσθε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 1037
    • (ενεργ.):
      • αναθυμώντας τον καιρόν οπού ’τον δοξασμένος (Θησ. Δ´ [253]).
  • 2)
    • α) Bάζω στο νου μου:
      • στέμματος βασιλικού βαλείν αναθυμήθη (Aξαγ., Kάρολ. E´ 218
    • β) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κάπ.:
      • εμέν τον νιον, τόν τυραγνάς, δεν τον αναθυμάσαι; (Ch. pop. 822).

[<ενθυμούμαι με επίδρ. της πρόθ. ανά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθυμούμαι [anaθimúme] &, ναθυμάμαι, also αναθυμιέμαι (αναθυμιέσαι, αναθυμιέται), αναθυμόμαστε & αναθυμούμαστε, ipf αναθυμόμουν(α), αναθυμόταν(ε) & αναθυμότουν, & αναθυμιόμουν, αναθυμιόνταν(ε) & αναθυμιούνταν, aor αναθυμήθηκα, 3sg αναθυμήθη & αναθυμήθηκε, subj
  • recollect, recall, remember (syn θυμούμαι, ξαναθυμούμαι):
    • αναθυμάσαι την περιπέτεια του νησιού |
    • αναθυμούνται την παλιά τους ζωή |
    • αναθυμόταν τα λόγια μου, τα περασμένα, τα παλιά χρόνια, τα παλιά του |
    • αναθυμιόμουν τον πατέρα μου .. να στέκεται στο κατώφλι (Kazantz) |
    • τους αναθυμάμαι τους απλοϊκούς θαλασσινούς |
    • αναθυμήθηκα τον παππούλη μου, τη μητέρα μου |
    • αναθυμιέται τα νιάτα του, τα όσα έζησε εκεί |
    • αναθυμήθηκε τους παλιούς ψαράδες του νησιού |
    • αν το αναθυμηθώ, θα σου το πω |
    • αναθυμήθηκε πως δεν ήταν κανένας σπίτι |
    • αναθυμήθηκε ότι η κυρούλα του ήτανε Mυτιληνιά (Petsalis-D) |
    • αναθυμούνταν τις στιγμές τις ερωτικές που πέρασαν (IDragoumis) |
    • poem .. κ' οι Aργίτες όμως | της αντριγιάς αναθυμήθηκαν κι απάνω τους χυθήκαν (Homer Il 16.602 Kaz-Kakr) |
    • κι αναθυμήθη ο μελλοθάνατος τα ολόχρουσα καράβια (Kazantz Od 19.179)

[fr MG αναθυμούμαι & -άμαι, cpd of MG θυμούμαι & -άμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες