Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθυμάμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναθυμάμαι [anaθimáme] & αναθυμούμαι [anaθimúme] Ρ12 : (λαϊκότρ., λογοτ.) θυμάμαι κτ. με νοσταλγία, το αναπολώ: Ο γέρος αναθυμόταν τα χρόνια τα ηρωικά.

[μσν. αναθυμάμαι < αναθυμ(ούμαι) μεταπλ. -άμαι < ανα- θυμούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθυμάμαι s. αναθυμούμαι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες