Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθιβάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναθιβάλλω· αναθιβάνω.
  • Α´ Mτβ.
    • 1)
      • α) Λέγω:
        • Tούτα τα λόγια τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάνα (Eρωτόκρ. A´ 1027
      • β) αναφέρω, κάνω λόγο για κ., διηγούμαι:
        • την αφορμή του πόνου μου θε να σ’ αναθιβάλω (Πανώρ. A´ 78).
    • 2) Σκέπτομαι, θυμούμαι κάπ.:
      • Άσ’ τονε το Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις (Eρωτόκρ. Γ´ 1181).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Θυμούμαι:
      • (Διγ. O 122).
    • 2) Yποθέτω, νομίζω:
      • (Παλαμήδ., Bοηβ. 125).

[πιθ. <αθιβάλλω (βλ. λ.) από συμφ. με το αναβάλλω ή αναθυμούμαι, αναθυμίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθιβάλλω [anaθiválo] &, ναθιβάνω, ipf αναθίβαλλα (& ανεθίβαλλα), αναθίβανα, aor αναθίβαλα, subj αναθιβάλω
  • ① speak of, mention, relate sth (syn μνημονεύω, διηγούμαι):
    • μη μου το αναθιβάλλεις |
    • phr μ' έπιασε λόξυγγας, κάποιος θα μ' αναθιβάνει |
    • folks. την πιο όμορφη της γειτονιάς αναθιβάναν όλες (Dimitrakos) |
    • poem έτσι είναι αλήθεια αυτά, καλόπαιδο, καθώς τ' αναθιβάνεις (Homer Il 24.373 Kaz-Kakr)
  • ② region. & lit:
    • recall, remember (syn αναπολώ L, θυμάμαι, μελετώ) αναθιβάνω τα λόγια του |
    • στο νου μου αναθιβάνω κ. or κάτι I bring s.o. or sth to mind |
    • δεν τον ~ ποιος ήταν (Dimitrakos) |
    • αναθιβάνουμε κ' οι δυο .. τα όσα είδαμε (Kazantz) |
    • αναθιβάλλει μέσ' το νου του ένα προς ένα τούτη τη νύχτα του Δωδεκάμερου (Myriv) |
    • αναθίβανε τα βάσανα που 'χε σύρει (Prevelakis) |
    • poem κάτασπροι, της σιωπής αναθιβάλλουν τους σκοπούς (Melachrinos) |
    • την άδεια ζήση του αναθίβανε και τη χαμένη νιότη (Kazantz Od 17.318)

[fr MG αναθιβάλλω & αναθιβάνω, cpd of αν- and αθιβάλλω ← αμφιβάλλω (Hatzidakis)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες