Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθερμαίνω [anaθerméno] -ομαι Ρ7.2 : ενεργοποιώ πάλι κτ. που είχε χάσει τη θέρμη, την ένταση, το δυναμισμό του: Έγιναν επαφές με σκοπό να αναθερμάνουν τις σχέσεις των δύο κρατών, που τελευταία είχαν ψυχρανθεί. Aναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον των επενδυτών στο χρηματιστήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθερμαίνω (αρχ. ἀναθερμαίνομαι) `ξαναζεσταί νω΄ & σημδ. αγγλ. warm up]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθερμαίνω [anaθerméno] aor αναθέρμανα, mediop αναθερμαίνομαι, aor pass αναθερμάνθη, subj αναθερμανθώ (L)
- ① rewarm, reheat, warm up (syn ξαναζεσταίνω):
- το κορμί του άρχισε ν' αναθερμαίνεται (TAthanasiadis)
- ② reanimate, revive (syn ζωογονώ, αναζωπυρώ):
- ο λόγος του αναθέρμανε τον πατριωτισμό των ακροατών |
- οι βαλκανικοί πόλεμοι αναθερμαίνουν τον Kαρκαβίτσα (Panagiotop) |
- η παρουσία του αναθέρμανε την ορθόδοξη συνείδηση των κατοίκων (Tsirpanlis) |
- τη συναίσθηση του καθήκοντος την αναθέρμανε πριν λίγο η προσευχή (LChatzikostas)
[fr AG ἀναθερμαίνω; cf ἀναθερμαίνομαι (Aristoph.)]
- ① rewarm, reheat, warm up (syn ξαναζεσταίνω):