Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθαρρεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναθαρρεύω [anaθarévo] Ρ5.2α & αναθαρρώ [anaθaró] Ρ10.9α : ξαναπαίρνω θάρρος, κουράγιο: Ήταν πολύ αποθαρρυμένος, άρχισε όμως να αναθαρρεύει μετά τις πρώτες πετυχημένες προσπάθειες. Έπεσε ο πυρετός / άκουσε τους επαίνους και αναθάρρησε.

[ανα- θαρρεύω· λόγ. < αρχ. ἀναθαρρῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθαρρεύω [anaθarévo] aor αναθάρρεψα, mi αναθαρρεύομαι, ppmi αναθαρρεμένος,
  • take courage, become enheartened (syn αναθαρρώ, παίρνω θάρρος,:
    • οι χριστιανοί, οι γυναίκες, οι πάντες κλ αναθαρρέψανε |
    • το παιδί, μόλις βρήκε παρέα, αναθάρρεψε |
    • το ιππικό αναθάρρεψε κι άρχισε επέλαση |
    • mi αναθαρρεύομαι |
    • ο πάτερ Bενιαμίν αναθαρρευόταν πάλι κ' έλεγε |
    • μια πίστις ... μας συγκρατεί ζωντανούς ακόμη (Petsalis-D) |
    • ppmi αναθαρρεμένος |
    • η νύχτα αναθαρρεμένη αγκαλιάζει όλο και πιο σφιχτά τη μέρα (id.) [cpd w. θαρρεύω]. Der αναθάρρεμα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες