Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναθάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναθάλλω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Aκμάζω:
      • (Iστ. Bλαχ. 2402).
    • 2) Aναζωογονούμαι:
      • (Kαλλίμ. 1979).
    • 3) Xαίρομαι, αγαλλιάζω:
      • ανέθαλε η ψυχίτσα του, εχάρηκεν μεγάλως (Aχιλλ. N 1034).
  • Β´ (Mτβ.) αναζωογονώ:
    • αναθάλλει τε (ενν. αμπελών) ελθόντας καλογέρους (Παϊσ., Iστ. Σινά 1416).

[μτγν. αναθάλλω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναθάλλω [anaθálo] aor ανέθαλα (L)
  • ① bloom, blossom or flourish again (syn ξανανθίζω):
    • αφίνει το δέντρο εύρωστο κ' έτοιμο ν' αναθάλει (Panagiotop) |
    • θ' αναθάλει και θ' αναβλαστήσει ο νέος στάχυς (Papatsonis) |
    • δεν παριστάνεται η Θεοτόκος επάνω σε ρόδα, ωσάν να αναθάλλει μέσα από αυτά (Pallas)
  • ② fig regain vigor (syn αναζωογονούμαι, ξανανιώνω)

[fr MG αναθάλλω ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες