Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζωπυρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναζωπυρώνω [anazopiróno] -ομαι Ρ1 : 1.δυναμώνω μισοσβησμένη φωτιά, την κάνω να ξαναφουντώσει: Ο δυνατός άνεμος αναζωπύρωσε την πυρκαγιά. 2. (μτφ.) προκαλώ έξαρση σε κτ. που βρίσκεται σε ύφεση: Οι δερματικές ασθένειες αναζωπυρώνονται συνήθως την άνοιξη. Aναζωπυρώνεται ο ενθουσιασμός / το ενδιαφέρον του κοινού, αναθερμαίνεται. Προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν τα πολιτικά πάθη, να τα εξάψουν πάλι.

[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπυρ(ῶ) -ώνω (αρχ. ἀναζωπυρέω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναζωπυρώνω [anazopiróno] (L)
  • ① fig rekindle (syn εξάπτω):
    • τα γεγονότα (ένωση της Eπτανήσου, Kρητική επανάσταση) υπήρξαν θέματα ικανά να αναζωπυρώσουν τη φλόγα της φιλοπατρίας (Chourmouzios) |
    • οι νέοι άνεμοι αναζωπύρωσαν τη ζωική φλόγα της ηθοποιού (Athanasiadis-N) |
    • από αμυγδαλίτιδα πολτώδη με μεγάλο πυρετό αναζωπυρώθηκε ένα παλαιό του έλκος (Terzakis) |
    • πνευμονική συμφόρηση είναι ικανή ν' αναζωπυρώσει μια παλαιά φυματίωση (GLadas)
  • ② incite anew, revive:
    • δύσκολο να αναζωπυρώσεις έρωτα αποτελματωμένο |
    • ένας πίνακας (ζωγραφικός) του αναζωπύρωσε τη λύπη |
    • νέες αντιθέσεις είχαν αναζωπυρωθεί στους κόλπους του ρωσικού χριστιανισμού (Kanellop) |
    • οι εκλογές αναζωπύρωσαν οξείες διαφωνίες μεταξύ των κομμάτων
  • ⓐ strengthen, invigorate (syn αναζωογονώ):
    • η έκδοση αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των φιλολογικών κύκλων (Peranthis) |
    • αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον των ξένων για την Aθήνα με την ίδρυση μιας εταιρίας (Varelas) |
    • η εικόνα μόνη της ήταν αρκετή ... ν' αναζωπυρώσει την εθνική περηφάνεια (Vranousis)

[fr early ByzG αναζωπυρώ (-όω) (6th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες