Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναδιφώ [anaδifó] Ρ10.11α : ερευνώ προσεκτικά, αναζητώ πληροφορίες, συνήθ. σε αρχεία, σε έγγραφα κτλ.: Aναδιφά τα αρχεία με παλιές δικογραφίες. Aναδιφεί τις ιστορικές πηγές σε χειρόγραφα και σε παλαιές εκδόσεις. Aναδιφώντας τα κατάλοιπα του ποιητή βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επιστολές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδιφῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιφώ [ana∂ifó] αναδιφάς, αναδιφείς, ipf αναδιφούσα, prp αναδιφώντας,
- search, probe or delve into, investigate, scrutinize, burrow into (syn ερευνώ, αναζητώ) search for, examine closely (carefully), probe into, research, investigate, scrutinize (syn αναζητώ, ανερευνώ):
- διψά ο ιστορικός ν' αναδιφήσει και να γνωρίσει το παρελθόν |
- ~ ένα μυστήριο burrow into a mystery |
- ~, περιεργάζομαι ένα λεύκωμα |
- αναδιφεί τις αρχαίες διφθέρες (Theodorakop) |
- ~ το ιστορικό αρχείο |
- αναδιφούμε πηγές και βοηθήματα |
- παρακινείται ν' αναδιφήσει τα χαρτιά |
- αναδιφούσα τα σώματα των παλιών εφημερίδων |
- αναδιφώντας τα βιβλία αυτά μπορεί κανείς να κάνει ανακαλύψεις |
- η φαντασία εισδύει στο υποσυνείδητο, αναδιφεί τα πιο κρυμμένα μυστικά |
- το θέμα δεν έχει αναδιφηθεί αρκετά |
- τότε ο νους αναδιφά τον εαυτό του
[neol, fr kath ← AG ἀναδιφῶ (-άω) 'grope over']
- search, probe or delve into, investigate, scrutinize, burrow into (syn ερευνώ, αναζητώ) search for, examine closely (carefully), probe into, research, investigate, scrutinize (syn αναζητώ, ανερευνώ):