Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιορίζω [ana∂iorízo] (L)
- appoint anew, reappoint (syn ξαναδιορίζω):
- η κυβέρνηση αναδιορίζει τους απολυθέντες |
- θα αναδιορισθεί στην τράπεζα
[cpd of ανα- & διορίζω]
- appoint anew, reappoint (syn ξαναδιορίζω):