Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδιαμορφώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αναδιαμορφώνω [ana∂iamorfóno] pass αναδιαμορφώνομαι, ipf 3sg αναδιαμορφωνόταν & αναδιαμορφώνονταν, (L)
  • remodel, reshape, alter:
    • αναδιαμορφώνει το χτίριο |
    • την ώρα εκείνη αναδιαμορφώνονταν ριζικά ο χάρτης της Eυρώπης (Roussos)

[neol, kath αναδιαμορφώ, cpd of ανα- & K, PatrG διαμορφῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες