Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναδιαμορφώνω [ana∂iamorfóno] pass αναδιαμορφώνομαι, ipf 3sg αναδιαμορφωνόταν & αναδιαμορφώνονταν, (L)
- remodel, reshape, alter:
- αναδιαμορφώνει το χτίριο |
- την ώρα εκείνη αναδιαμορφώνονταν ριζικά ο χάρτης της Eυρώπης (Roussos)
[neol, kath αναδιαμορφώ, cpd of ανα- & K, PatrG διαμορφῶ (-όω)]
- remodel, reshape, alter: