Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδημοσιεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδημοσιεύω [anaδimosiévo] -ομαι Ρ5.1 : δημοσιεύω ξανά ένα κείμενο που έχει ήδη δημοσιευτεί: Στον ελληνικό τύπο αναδημοσιεύονται συχνά άρθρα ξένων εφημερίδων.

[λόγ. ανα- δημοσιεύω μτφρδ. αγγλ. republish]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδημοσιεύω [ana∂imosiévo] prp αναδημοσιεύοντας, aor αναδημοσίευσα, subj αναδημοσιεύσω, pass αναδημοσιεύομαι, aor αναδημοσιεύθηκε & αναδημοσιεύτηκε, subj αναδημοσιευθεί & αναδημοσιευτεί (L)
  • reproduce in print, reprint, republish (syn ξαναβγάζω, ξαναδημοσιεύω):
    • ~ τη διακήρυξη της δημοπρασίας |
    • αναδημοσιεύσαμε πέντε έργα του ζωγράφου από περιοδικό |
    • δεν παρέλειψαν να αναδημοσιεύσουν περικοπές |
    • αναδημοσιεύονται τα επιλεγόμενα |
    • ο λόγος αναδημοσιεύθηκε σε βιβλίο |
    • το γράμμα αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα |
    • ο πρόλογος έχει αναδημοσιευθεί |
    • έδωσε την άδεια να αναδημοσιευτούν τα δοκίμια

[neol fr kath, cpd of ανα- & δημοσιεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες