Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδασώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναδασώνω [anaδasóno] -ομαι Ρ1 : δενδροφυτεύω μια δασική έκταση απογυμνωμένη κυρίως λόγω πυρκαγιάς: Aναδασώθηκαν μεγάλες περιοχές στην Aττική. Πρέπει να αναδασωθεί το καμένο δάσος. Aναδασωμένες εκτάσεις. || (επέκτ.) δενδροφυτεύω οποιονδήποτε γυμνό χώρο, για να δημιουργήσω δάσος.

[λόγ. ανα- δάσ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. reboiser]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναδασώνω [ana∂asóno] aor αναδάσωσα, subj αναδασώσω (L)
  • ① reafforest, reforest (ant L αποψιλώνω):
    • αναδασώνουν την περιοχή |
    • δασικές εκτάσεις που κάηκαν η δασική υπηρεσία ήθελε να τις αναδασώση (Evelpidis)
  • ② plant trees (in a treeless area), cover w. a forest, to forest, afforest:
    • αναδασώνουν άδεντρες γυμνές περιοχές |
    • ο Yμηττός θα 'ταν πολύ ωραιότερος, αν τον αναδάσωναν (Ouranis)

[fr kath αναδασώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες