Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναγομώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναγομώνω [anaγomóno] -ομαι Ρ1 : 1.γεμίζω εκ νέου ένα όπλο με εκρηκτική ύλη. 2. (τεχνολ.) βελτιώνω τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες ενός ελαστικού με ειδική επεξεργασία: Aναγομωμένα ελαστικά.

[λόγ. ανα- γομ(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. recharger (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες