Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναγνώθω· αναγνώνω· αναγνώννω· ανεγνώθω· ’νεγνώθω.
-
- 1)
- α) Διαβάζω:
- ανάγνωσέν το (ενν. το χαρτί) του αμιράλλη (Mαχ. 51231)·
- β) (προκ. για εκκλησιαστικά κείμενα στην εκκλησία):
- ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια (Aνακάλ. 76).
- α) Διαβάζω:
- 2) Mελετώ:
- εμάθαινεν τα γράμματα σπουδαίως αναγνώθων (Iμπ. 72).
[<αόρ. ανέγνωσα του αρχ. αναγινώσκω κατά το κλώθω (έκλωσα-κλώθω). Η λ. και οι τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγνώθω [anaγnóθo] region. (region. & lit αναγνώνω), ipf ανάγνωθα, aor ανάγνωσα
- ① read (syn in αναγινώσκω):
- αναγνώθει μουρμουριστά |
- ~ το γράμμα |
- ανάγνωθα τους βίους των αγίων |
- prov σα δεν ξέρης ν' αναγνώθης, μην ανοίγης τα κιτάπια (Dimitrakos) |
- το Kρινάκι του Γιαννίρη τάραξε τόσο τον κόσμο· τ' ανάγνωσαν πολλοί και τ' αναγνώθουν ακόμα (Psichari) |
- αν μάθαινα κανένα καινούργιο από το γράμμα που ανάγνωθα, το έλεγα παρακάτω και στους άλλους (Prevelakis) |
- folks. να ψέλνη, να καλοναρχά, να γράφη, ν' αναγνώνη (Peloponn) |
- poem γράφω κι αναγνώνω | τον παμπάλαιο πόνο (Melachrinos) |
- το μαύρο στύλο λες ανάγνωθαν των δαχτυλιών οι ρώγες (Kazantz Od 8.233) |
- θαρρείς κι ανάγνωθε στη φούχτα της το ριζικό του ανθρώπου (ib 19.972)
[fr MG αναγνώθω & αναγνώνω (the latter also in Somavera, 1709; dial Cypr αναγνώννω in Machairas)]
- ① read (syn in αναγινώσκω):