Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναγινώσκω [anayinósko] aor ανέγνωσα & ανάγνωσα, subj αναγνώσω, pass αναγινώσκομαι, aor ανεγνώσθη, (L)
- read (syn αναγνώθω, διαβάζω):
- ο επαρκής αναγνώστης αναγινώσκει και αναδημιουργεί τη δημιουργία του άλλου (Tsatsos) |
- ο γραμματέας θ' αναγνώση τα πρακτικά |
- ανέγνωσα το βιβλίο |
- (το έγγραφο, η έκθεση κλ) ανεγνώσθη, ενεκρίθη και υπεγράφη was read, approved and signed |
- folkt σαν ανέγνωσε το χαρτί, έπιασε κ' έκλαιγε (Loukatos) |
- poem ... τώρα ανάγνωσε τι γράφει |
- | "Eλευθερία, ισότης, αδελφότης" να 'το! (Rotas)
[fr kath αναγινώσκω ← K; cf ἀναγνώθω]
- read (syn αναγνώθω, διαβάζω):