Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβρύζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αναβρύζω.
  • (Mεταφ. προκ. για συναισθήματα) αναβλύζω:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1392]).

[<αόρ. του αναβρύω· βλ. και LBG. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναβρύζω [anavrízo] (common & lit [& region. Eub, Zak, Thrace etc] & L αναβρύω & [Dimitrakos] αναβρυώ, & region. [IonIsl, Epir, Thess, Maced, Thrace etc] & lit αναβρώ & αναβράω [-άει], & Athens & lit) ipf ανάβρυζα, lit ανάβραα, aor ανάβρυσα lit, subj αναβρύσω, prp αναβρύζοντας, pf (plupf) έχω (είχα) αναβρύσει, ppp αναβρυσμένος
  • Ⓐ intr
  • ① gush forth, spring, (syn αναβλύζω A 1):
    • νερό αναβρύζει, e.g. το νερό ανάβρυζε ορμητικό από το βράχο or από τα βάθη |
    • μια πηγή αναβρύζει από τη γη |
    • κάτι νερομάνες αναβρύζουν ολομόναχες στην ερημιά (Myriv) |
    • το αίμα ανάβρυζε ζεστό από την πληγή |
    • αναβρύει αγίασμα |
    • folks. της πίκρας τ' άπιστο νερό ...| κάτω στον Άδη αναβρεί, στο φλογισμένο τόπο (Athens; Theros) |
    • poem νερομουρμούρισμα, οπού αναβρύζει (Solom) |
    • κι ο ρήγας κέρωσε κι ανάβρυσε στην κεφαλή του ιδρώτας (Kazantz Od 3.1188) |
    • άλλοι θαρρούν στον ουρανό αναβράει και πέφτει καταρράχτης (ib 8.1258) |
    • μήτε ο Ωκεανός ... | όθε αναβρύζει κάθε θάλασσα, κάθε ποτάμι, κάθε | πηγή κλ (Homer Il 21.196 Kaz-Kakr)
  • ⓐ or tears, sobs and the like, well (up):
    • τα δάκρυα αναβρύζαν κόμπους κόμπους |
    • δάκρυα άρχιζαν ν' αναβρύζουν |
    • δυο δάκρυα είχαν αναβρύσει από τα μάτια της |
    • poem κ' είδα πού στέκεται η πηγή | οπού αναβράει το κλάμα (Sikel) |
    • το αγγελικό σου δάκρυ, | που σου αναβρεί (Papatsonis) |
    • μ' ορμή ο λυγμός μου ανάβρυσε και μ' έχει πλημμυρίσει (Zotos) |
    • λιωτό διαμάντι είχε αναβρύσει | απ' του ματιού την άγια βρύση (Spalas)
  • ② surge, emerge, well (of emotions, laughter, smile, grief, song, confession etc):
    • ανάβρυσε το γέλιο τρανταχτό από τα στήθη του (Karkavitsas) |
    • τι λύπη που αναβρεί από την ψυχή μου! (Dragoumis) |
    • χαμόγελο αναβράει απ' τα φρένα του (Kazantz) |
    • ένα κύμα λύπης ανάβρυσε μέσα του |
    • οι στροφές αναβρύζουν από το βάθος του γυναικείου πόνου (Karantonis) |
    • poem ... κλάμα | που για νεκρούς δικούς τους ακριβούς τους | ξάφνου αναβρύζει (Palam) |
    • κι από τους τάφους βλέπω ν' αναβρύζη | την Aγάπη κλ (Myriv)
  • ③ come up, come into being, spring (up), derive (fr):
    • ένα τραγούδι αναβρύζει από την ψυχή μου |
    • η ποίηση αναβρύζει από τα έγκατα (Panagiotop) |
    • οι στίχοι αυτοί ανάβρυζαν ακατάσχετοι μέσα μου (RApostolidis) |
    • νέα τέχνη ανάβρυσε μέσ' από τα εύρωστα χέρια του (Palam) |
    • νοιώθω μια διαμαρτυρία ν' αναβρύζη μέσα μου (Myriv) |
    • από την ψυχή του ανθρώπου ανάβρυσε η ανάγκη της κοινωνικής ελευθερίας (Louros) |
    • η ψυχή της Pωσίας (στο έπος του χωριάτη γραμμένο από έναν Tολστόι) αναβρύζει αγνή και ατόφια (Melas) |
    • poem εξ' αναβρύζει κ' η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα (Solom) |
    • καλή, ...| ποια να 'σαι, πες, που ανάβρυσες σαν το νερένιο κρίνο | ...; (Melachrinos) |
    • και σπάει κι ανάβρυσε η στοργή στα σωθικά μου (Rotas)
  • ④ boil up, seethe (syn in αναβράζω A1b):
    • η κάψα αναβράει |
    • αναβράει το αίμα του |
    • poem μες στην καρδιά του ανάβρυζε το αίμα (Markoras) |
    • κι ο δεύτερος μεγάλος αναβράει στα σωθικά της νόμος (Kazantz Od 20.1133)
  • Ⓑ trans
  • ⑤ let, or cause sth to, gush forth, pour forth (syn in αναβλύζω B a):
    • ο τόπος αναβρύζει (or αναβράει) νερό |
    • η πηγή ανάβρυζε κρύο νερό |
    • το σπίτι μας ήταν η πηγή που αναβρύζει το αμίλητο νερό (Palam) |
    • μια πισίνα αναβρύζει χλιαρό νερό (Myriv) |
    • ο κήπος αναβρύζει φώτα, νερά και μουσική (Papantoniou) |
    • poem πέταξε τ' αηδόνι | κι ουρανός γαλάζος | αίματα αναβρεί (Malakasis) |
    • κι αγάλια αγάλια ο βράχος αναβράει γλυκό νερό καθάριο (Kazantz)
  • ⓑ fig τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα (Karagatsis)
  • ⑥ cause sth to emerge, to rise, produce:
    • μερικά τοπία της Eλλάδας είναι δισυπόστατα και δισυπόστατη κ' η συγκίνηση που αναβρύζουν (Kazantz) |
    • το αίσθημα είναι εκείνο που αναβρύζει τη θρησκεία (Diomatari in Athanasiadis-N)

[fr MG αναβρύω (also ModG in local speech in Eub, Zak etc), αναβρυώ (this also in Portius, 1635) ← K ἀναβρύω; region. αναβρῶ (also in Meursius, 1614) is a new formation fr aor ἀνάβρυσα; cf χαιρετῶ fr χαιρέτισα: χαιρετίζω etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες