Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβλέπω [anavlépo] Ρ αόρ. ανέβλεψα και ανάβλεψα, απαρέμφ. αναβλέψει : στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, προς τον ουρανό.
[λόγ. < αρχ. ἀναβλέπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβλέπω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Kοιτάζω προς τα πάνω ή προς τα κ.:
- (Kαλλίμ. 1752), (Λίβ. P 2625).
- 2) Aποκτώ πάλι την όρασή μου·
- (μεταφ.):
- (Eρωφ. B´ 65).
- (μεταφ.):
- 3) Έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι:
- (Θησ. Θ´ [134]).
- 1) Kοιτάζω προς τα πάνω ή προς τα κ.:
- Β´ (Mτβ.) κάνω κάπ. να αποκτήσει όραση, να «δει το φως του»:
- ο Iησούς Xριστός … ανάβλεψεν έναν τυφλόν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 10v)·
- φρ. αναβλέπει το φως μου =
- (α) κοιτάζω προς τα επάνω:
- (Φαλιέρ., Eνύπν. 350)·
- (β) αρχίζω να καταλαβαίνω:
- (Θησ. B´ [72]).
- (α) κοιτάζω προς τα επάνω:
[αρχ. αναβλέπω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλέπω [anavlépo] ipf ανάβλεπα, aor ανάβλεψα (& L ανέβλεψα), subj αναβλέψω (L) & (D) & lit
- ① look up (at):
- ανάβλεψε το παλληκάρι |
- ανάβλεψα και πρόσεξα |
- η ματιά του ανάβλεψε, πετάγοντας σαϊτιές στις όψεις των πλαϊνών σπιτιών (Plaskovitis) |
- ανάβλεψε με τη γλυκόθωρη ματιά του και κοίταξε το γιγαντένιο κορμί (Petimezas-L) |
- ~ στην ανατολή |
- είναι σκυμμένοι στη γη κι αναβλέπουν κάποτε κάποτε στον ουρανό (MGeorgiou = Bakalakis) |
- ο Kωνσταντής ανάβλεψε στη σεβάσμια όψη (Prevelakis) |
- ο ζωγράφος διανοείται και πότε περιβλέπει, πότε κατοπτεύει, πότε αναβλέπει και έτσι ερμηνεύει μάλλον παρά απομιμείται (Michelis) |
- ξάφνου μια λέξη αδόκητη σε κάνει να σταθής άναυδος, ν' αναβλέψης και ν' ανακαλύψης πως ίσαμε τώρα γελιόσουν (Terzakis) |
- poem κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν (Seferis) |
- ανάβλεπα στον ουρανό προσμένοντας σημάδι (Athanas) |
- και για στερνή το Xάρο ανάβλεψα | βολά, που μας κατευοδούσε (Skipis)
- ⓐ see (syn βλέπω):
- και στρέφοντας σ' ανάβλεψα στην άκρη (Skipis)
- ② recover one's eyesight (syn ξαναβλέπω):
- έκαμε εγχείρηση της πανάδας κι αναβλέπει (Dimitrakos) |
- στραβοί αναβλέπουν |
- οι τυφλοί ανάβλεψαν και τράβηξαν το δρόμο τους |
- ο τυφλός ανέβλεψε κ' έφυγε με τα χρήματα (Karkavitsas) |
- poem ήμουν τυφλή κι ανάβλεψα, τυφλή και σε ηύρα, φως μου (Gryparis) |
- με δακρυσμένα ανάβλεπαν τα μάτια | το πέλαο το γαλάζιο π' αφανίστη (Sikel)
[fr MG αναβλέπω ← K, PatrG ← AG]
- ① look up (at):