Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβαστώ.
-
- I. (Eνεργ.) σηκώνω, κουβαλώ, μεταφέρω:
- με σακιά χώματ’ αναβαστούσι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2889).
- II. (Mέσ.) συγκρατούμαι (στη ζωή), επιζώ:
- (Φαλιέρ., Pίμ. 98).
[<μτγν. αναβαστάζω. H λ. πιθ. τον 9. αι. (LBG, ‑άω) και σήμ. κρητ.]
- I. (Eνεργ.) σηκώνω, κουβαλώ, μεταφέρω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβαστώ [anavastó] αναβαστάς, & ανεβαστώ
- [Cycl, Crete & Kaz-Kakr]) ipf αναβαστούσα & αναβάσταγα, prp αναβαστώντας, aor αναβάστηξα, subj αναβαστήξω
- ① hold, hold up (syn βαστάζω, στηρίζω):
- αναβαστάτε με |
- την οροφή την αναβαστούν τέσσεροι στύλοι στις τέσσερεις γωνιές (Kazantz) |
- poem αναβαστώντας με τις φούχτες της τα δυο βαριά μαστάρια (id. Od. 5.1054) |
- κι αναβαστούσε το κεφάλι του πίσω ο Aχιλλέας θλιμμένος (Homer Il 23.136 Kaz-Kakr)
- ⓐ fig οι νέοι αναβαστούν τον κόσμο και δεν γκρεμίζεται (Kazantz):
- poem καπνός ανηφορίζει η λευτεριά κι αναβαστάει τον κόσμο (id. Od. 18.527)
- ② prop, support (syn υποβαστάζω L, υποστηρίζω):
- τον αναβαστούσαν να μην πέση |
- τον αναβαστάει, τον βάζει να κάθεται (Kazantz) |
- κοπέλες στέκουνται κολόνες κι αναβαστούν το σπίτι της Aγγλίας (id.) |
- πήγε κι αναβάστηξε από τις μασχάλες ένα χριστιανό (Prevelakis) |
- poem κι αναβαστούσε ολόρθο, αλύγιστο τον ουρανό μην πέση (Kazantz Od. 3.1384) |
- ... και τρέχαν δίπλα του ν' ανεβαστούν το ρήγα | χρυσές δυο βάγιες ... (Homer Il 18.417 Kaz-Kakr)
[fr MG αναβαστώ, cpd of ανα- & βαστώ]