Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβαθμολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναβαθμολογώ [anavaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επανεξετάζω τη βαθμολόγηση ενός κειμένου γραπτών εξετάσεων, σε περίπτωση που υπάρχει αμφισβήτηση για την ορθότητα της πρώτης βαθμολόγησης: Ορισμένα γραπτά πρέπει να αναβαθμολογηθούν.

[λόγ. ανα- βαθμολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες