Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσοπληρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσοπληρώνω [xrisopliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ή για κτ. πάρα πο λύ ακριβά· τον πληρώνω χρυσό: Tον χρυσοπλήρωσα τον επιπλοποιό. H μόρφωση των παιδιών είναι χρυσοπληρωμένη.

[χρυσο- + πληρώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go