Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χουγιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χουγιάζω [xujázo] Ρ2.2α : (λαϊκότρ.) 1. φωνάζω δυνατά, από μακριά για να διώξω τα ζώα: Xούγιαξε τ΄ άλογα / τα μουλάρια / τα ζωντανά. 2. (μτφ.) μαλώνω κπ. με δυνατές φωνές: Tο χουγιάζει πολύ το παιδί.

[σλαβ. huj(ati) -άζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go