Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χολιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολιάζω [xolázo] Ρ2.1α μππ. χολιασμένος : (λαϊκότρ.) θυμώνω, χολώνομαι: Kάκιωσε και χόλιασε. Γιατί είσαι χολιασμένος;

[μσν. χολιάζω < χολ(ή) -ιάζω (πρβ. αρχ. χολῶ ίδ. σημ. < χόλος, χολή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go