Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλιμιντρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλιμιντρίζω [xlimindrízo] Ρ2.1α & χλιμιντρώ [xlimindró] & -άω Ρ10.1α : (για άλογο) βγάζω φωνή· χρεμετίζω: Tα άλογα χλιμίντριζαν τρομαγμένα.

[μσν. *χλιμιντρίζω (πρβ. μσν. χλιμιτρίζω) < αρχ. χρεμετίζω ίσως ηχομιμ.· μσν. *χλιμιντρώ (πρβ. μσν. χιλιμιντρώ) < χλιμιντρ(ίζω) μεταπλ. με βά ση το συνοπτ. θ. χλιμιντρισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go