Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλυβδώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλυβδώνω [xalivδóno] -ομαι Ρ1 : δυναμώνω πολύ την ψυχική ή σωματική αντοχή κάποιου· ατσαλώνω: H συνειδητή στέρηση χαλυβδώνει τον άνθρωπο. H θέλησή του χαλυβδώθηκε μέσα στους αγώνες.

[λόγ. χαλύβδ(ινος) -ώ > -ώνω απόδ. αγγλ. steel]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go