Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρυγανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φρυγανίζω [friγanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω το ψωμί φρυγανιά.

[ελνστ. φρυγανίζω `μαζεύω φρύγανα΄ (η σημ.: `ψήνω με φρύγανα΄ ίσως μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες