Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσεκουρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκουρώνω [tsekuróno] -ομαι Ρ1 : 1. (οικ.) επιβάλλω σε κπ. αυστηρή ποι νή: Tον τσεκούρωσε το δικαστήριο με δέκα χρόνια φυλακή. || επιπλήττω κπ. πολύ αυστηρά. 2. βαθμολογώ πολύ αυστηρά, συνήθ. με απορριπτικό βαθμό: Στις φετινές εξετάσεις τσεκουρώθηκε η μισή η τάξη. 3. πουλώ κτ. σε κπ. ή του προσφέρω κάποια υπηρεσία πολύ ακριβά: Ο επιπλοποιός μού έκανε καλή δουλειά, αλλά με τσεκούρωσε.

[τσεκούρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες