Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιμάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στιμάρω [stimáro] Ρ6α : (λαϊκότρ.) εκτιμώ κπ. ή κτ.

[μσν. στιμάρω < ιταλ. stimar(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες