Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σούρνω [súrno] -ομαι Ρ αόρ. έσουρα, απαρέμφ. σούρει, παθ. αόρ. σούρθηκα, απαρέμφ. σουρθεί : (προφ.) σέρνω.
[αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω και με τροπή [i > u] από επίδρ. του [r] ]