Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σούρνω [súrno] -ομαι Ρ αόρ. έσουρα, απαρέμφ. σούρει, παθ. αόρ. σούρθηκα, απαρέμφ. σουρθεί : (προφ.) σέρνω.

[αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω και με τροπή [i > u] από επίδρ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες